ὀρειβασία

ὀρειβασία
ὀρειβασίᾱ , ὀρειβασία
wandering on mountains
fem nom/voc/acc dual
ὀρειβασίᾱ , ὀρειβασία
wandering on mountains
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρειβασίᾳ — ὀρειβασίαι , ὀρειβασία wandering on mountains fem nom/voc pl ὀρειβασίᾱͅ , ὀρειβασία wandering on mountains fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — η ανάβαση στα βουνά, αθλητική επίδοση ανάβασης στο βουνό, αλλ. αλπινισμός: Αγώνες ορειβασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρειβασίας — ὀρειβασίᾱς , ὀρειβασία wandering on mountains fem acc pl ὀρειβασίᾱς , ὀρειβασία wandering on mountains fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειβασίαι — ὀρειβασία wandering on mountains fem nom/voc pl ὀρειβασίᾱͅ , ὀρειβασία wandering on mountains fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειβασίαις — ὀρειβασία wandering on mountains fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • THIASUS — apud Papinium Statium, Theb. l. 9. v. 612 Si mihi non unquam thiasis, lususve protervae Noctis alibique passim, ex Graeco Θίασος, Bacchi chorea est, pueris et virginibus, Bacchis et Satyricis, quae vinô ebriae colebant cantu suum Nummen, constans …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλπινισμός — Συνώνυμος όρος της ορειβασίας. * * * ο 1. η συστηματική ανάβαση στις Αλπεις 2. η ορειβασία, η αναρρίχηση σε υψηλά όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpinisme.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”